- πελιδναί
- πελιδνόςlividfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεγχαράσσω — Α 1. ενχαράσσω προηγουμένως («ψυχὴν τραχεῑαν ὑπὸ τῶν προεγχαραττόντων τύπων», Φίλ.) 2. χαράζω με μαχαιρίδιο, κάνω εγκοπές προηγουμένως («ἢν πελιδναὶ ἔωσι αἱ σάρκες, προεγχαράσσειν έγχυλώσιον ε ίνεκεν», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχαράσσω… … Dictionary of Greek